Δυρράχιο

Δυρράχιο
το
πόλη της Αλβανίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δυρράχιο — I (αλβαν. Dürres). Πόλη (182.988 κάτ. το 2001) της Αλβανίας και πρωτεύουσα του νομού Δυρραχίου (827 τ. χλμ., 247.354 κάτ.). Είναι χτισμένη στα βόρεια του ομώνυμου κόλπου, στην Αδριατική θάλασσα. Απέχει 20 χλμ. από την πόλη των Τιράνων, της οποίας …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Dyrrachio — Δυρράχιο Location …   Wikipedia

  • Names of European cities in different languages: C–D — v · d · …   Wikipedia

  • Γυισκάρδος, Ροβέρτος — (Robert Guiscard, 1015 – 1085). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Νορμανδού κατακτητή Ρομπέρ Γκιϊσκάρ. Το 1047 πήγε στην Ιταλία, όπου τέθηκε στην υπηρεσία του Παντόλφου, πρίγκιπα της Καπύης και το 1050 έγινε σύντροφος του Νορμανδού ιππότη… …   Dictionary of Greek

  • Επίδαμνος — Αρχαία ελληνική πόλη στην ιλλυρική ακτή, κοντά στον επίσης αρχαίο οικισμό Δυρράχιο (Παυσανίας), ή, κατά την άποψη άλλων, χτισμένη στην ίδια θέση με το σημερινό Δυρράχιο. Ιδρύθηκε το 627 π.Χ. ως αποικία των Κερκυραίων (Θουκυδίδης, Στράβων) με… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Θώπιας ή Τόπιας — Επώνυμο δυναστείας ηγεμόνων της Αλβανίας. 1. Ανδρέας Νικήτας (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.). Πρίγκιπας της Αλβανίας (1411 15). Ήταν ανιψιός του Γεώργιου (βλ. 2.). Υπήρξε o τελευταίος δυνάστης της Κρόιας έως την κατάληψή της από τους Τούρκους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Νορμανδοί — (γερμ. Normannen = άνθρωποι του βορρά). Γερμανικός λαός που κατοικούσε στις Σκανδιναβικές χώρες, γνωστός και με την ονομασία Βίκινγκς. Με πρωτόγονο πολιτισμό, αλλά εξαίρετοι ναυτικοί, ανέπτυξαν μεγάλη πειρατική δράση και κυρίως από τον 9o αι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”